- μωσαϊκή
- η(φυτοπαθ.)1. σύμπτωμα πολλών μολυσματικών ασθενειών τών φυτών που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη πάνω στα φύλλα αλλεπάλληλων ζωνών με χρώμα βαθύ και ανοιχτό πράσινο προς το κίτρινο2. ονομασία που αποδίδεται στις ασθένειες αυτές, από τις οποίες γνωστότερες είναι η μωσαϊκή τού καπνού, τής πατάτας και τού αγγουριού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mosaic (disease) < μσν. αγγλ. mysycke < παλ. ιταλ. mosaico < μσν. λατ. musaicum, άλλος τ. τού υστερολατ. musivum, ουδ. τού musivus < λατ. musa < μοῦσα].
Dictionary of Greek. 2013.