μωσαϊκή

μωσαϊκή
η
(φυτοπαθ.)
1. σύμπτωμα πολλών μολυσματικών ασθενειών τών φυτών που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη πάνω στα φύλλα αλλεπάλληλων ζωνών με χρώμα βαθύ και ανοιχτό πράσινο προς το κίτρινο
2. ονομασία που αποδίδεται στις ασθένειες αυτές, από τις οποίες γνωστότερες είναι η μωσαϊκή τού καπνού, τής πατάτας και τού αγγουριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mosaic (disease) < μσν. αγγλ. mysycke < παλ. ιταλ. mosaico < μσν. λατ. musaicum, άλλος τ. τού υστερολατ. musivum, ουδ. τού musivus < λατ. musa < μοῦσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διαγονιδιακοί οργανισμοί — Οργανισμοί που έχουν ενσωματώσει στο γονιδίωμά τους ξένο DNA. Ονομάζονται και γενετικά τροποιημένοι οργανισμοί. Το ξένο DNA αποκαλείται διαγονίδιο και η όλη διαδικασία διαγονιδιακή τεχνολογία ή διαγένεση. Η μεθοδολογία των δ.ο. αναπτύχθηκε και… …   Dictionary of Greek

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

  • Κούριον — Αρχαία πόλη της Κύπρου, 16 χλμ. Δ της Λεμεσού, σήμερα γνωστή με την ίδια ονομασία και μερικώς αναστηλωμένη. Χτισμένη στους προϊστορικούς χρόνους (ίσως τον 14o αι. π.Χ.) από Αχαιούς, κοντά στη θάλασσα και επάνω σε βραχώδες ύψωμα, απρόσβλητο από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”